τυντλώδης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_7) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], λασπώδης, «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15. | |lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], λασπώδης, «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύντλος]])<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[λασπώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[τυντλώδης]] και [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ [[πεπατημένος]] καὶ [[κοινός]]<br />[[τύντλος]] γὰρ ὁ [[πεπατημένος]] [[πηλός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.
Greek (Liddell-Scott)
τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».