ὑποίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_13a)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποίγνῡμι''': μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.
|lstext='''ὑποίγνῡμι''': μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.
}}
{{grml
|mltxt=και ὑποίγω Α<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] λίγο ή το [[ανοίγω]] [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴγω]] / <i>οἴγνυμι</i> «[[ανοίγω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποίγνῡμι Medium diacritics: ὑποίγνυμι Low diacritics: υποίγνυμι Capitals: ΥΠΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: hypoígnymi Transliteration B: hypoignymi Transliteration C: ypoignymi Beta Code: u(poi/gnumi

English (LSJ)

   A open a little or secretly, τὴν θύραν Ar.Th.424, cf. Ec.15.

German (Pape)

[Seite 1218] u. ὑποίγω (s. οἴγνυμι), heimlich od. sacht, ein wenig öffnen, θύραν Ar. Th. 431.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποίγνῡμι: μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.

Greek Monolingual

και ὑποίγω Α
ανοίγω κάτι λίγο ή το ανοίγω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἴγω / οἴγνυμι «ανοίγω»].