τυραννόφρων: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_19) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῠραννόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ. | |lstext='''τῠραννόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] τυραννικού πολιτεύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν
νεοελλ.
οπαδός τυραννικού πολιτεύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό-φρων].