χειραφεσία: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(6_11) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειραφεσία''': ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ. | |lstext='''χειραφεσία''': ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χειράφετος]]<br />[[χειραφέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ειδική νομική [[πράξη]] με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν [[διεύρυνση]] τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, =
A emancipatio; χειρ-αφετέω, = emancipare; and χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.