τρήρων: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(Autenrieth) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ωνος ([[τρέω]]): [[timid]], epith. of the [[dove]]. | |auten=ωνος ([[τρέω]]): [[timid]], epith. of the [[dove]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άγρια περιστέρια) [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]] («πέλειαι τρήρωνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το θηλυκό [[περιστέρι]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Το ουσ. <i>τρήρ</i>-<i>ων</i> έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>δρόμ</i>-<i>ων</i> από ένα επίθ. <i>τρηρός</i> / <i>τρᾱρός</i>, που μαρτυρείται στους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[τρηρόν]] ἐλαφρόν</i>, [[ταχύ]]» και «[[τραρόν]]<br /><i>τ</i>[[ρ]]<i>αχύ</i>». Ο [[αρχικός]] τ. <i>τρᾱρόν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρᾰσ</i>-<i>ρόν</i> με [[αντέκταση]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τρᾰσ</i>- της ρίζας <i>tres</i>- του ρήματος [[τρέω]] «τρέπομαι σε [[φυγή]] από φόβο» με [[επίθημα]] -<i>ρόν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, (τρέω)
A timorous, shy, in Hom. always epith. of doves (i. e. of περιστεραί, the genus of which πέλειαι are a species, acc. to Eust.1262.61), τρήρωσι πελειάσιν Il.5.778, h.Ap.114, cf. Ar. Av.575; πέλειαι τρήρωνες Od.12.63; τρήρωνα πέλειαν Il.22.140, 23.853, cf. A.R.3.541; κέπφοι τ. Ar.Pax 1067. II fem. Subst. trembler, = περιστερά (metaph. of women), Lyc.87,423. (Since the Subst. is implied for Hom. in πολυτρήρων, τ. is perh. always a Subst., name of the genus, and τ. πελειάδες is to be compared with ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.)
Greek (Liddell-Scott)
τρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, (τρέω), τρέμων, πτοούμενος εὐκόλως, δειλός, ἀείποτε ἐπίθετ. τῶν ἀγρίων περιστερῶν, τρήρωσι πελειάσι Ἰλ. Ε. 778· πέλειαι τρήρωνες Ὀδ. Μ. 63· τρήρωνα πέλειαν Χ. 140., Ψ. 853, κλπ.· κέπφοι τρ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. κατήντησεν ὡς οὐσιαστ., ἡ τρέμουσα, ἡ δειλή, = πέλεια, τρήρωνες εἰς ἅρπαγμα, «εἰς ἁρπαγὴν τῆς λαγνιστάτης τρήρωνος, ἤτοι τῆς περιστερᾶς... ἢ τῆς δειλῆς καὶ ταχείας· λέγει δὲ τὴν Ἑλένην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 87. 423· καὶ τὸ σύνθετον πολυτρήρων δεικνύει ὅτι ἡ σημασία αὕτη τῆς λέξεως ἦν γνωστὴ τῷ Ὁμήρῳ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
craintif, peureux, timide ; ἡ τρήρων colombe, oiseau.
Étymologie: τρέω.
English (Autenrieth)
ωνος (τρέω): timid, epith. of the dove.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι
β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ-ων έχει σχηματιστεί με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, δρόμ-ων από ένα επίθ. τρηρός / τρᾱρός, που μαρτυρείται στους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «τρηρόν ἐλαφρόν, ταχύ» και «τραρόν
τραχύ». Ο αρχικός τ. τρᾱρόν (< τρᾰσ-ρόν με αντέκταση) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τρᾰσ- της ρίζας tres- του ρήματος τρέω «τρέπομαι σε φυγή από φόβο» με επίθημα -ρόν].