τρίσβαθος: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(42) |
(No difference)
|
Revision as of 12:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. πολύ βαθύς, βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ.
β. «η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του», Σολωμ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το τρίσβαθο και τα τρίσβαθα
το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος («το 'χε θάψει στα τρίσβαθα της ψυχής του»).
επίρρ...
τρίσβαδα
βαθύτατα, σε αμέτρητο βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + βαθύς, κατά τα επίθ. σε -ος].