χρεωστικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_6)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρεωστικῶς''': ἐπίρρ. κατὰ [[χρέος]], τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα [[χρεωστικῶς]] Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.
|lstext='''χρεωστικῶς''': ἐπίρρ. κατὰ [[χρέος]], τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα [[χρεωστικῶς]] Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.
}}
{{grml
|mltxt=[[χρεωστικῶς]], ΝΜ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[χρεωστικός]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωστικῶς Medium diacritics: χρεωστικῶς Low diacritics: χρεωστικώς Capitals: ΧΡΕΩΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: chreōstikō̂s Transliteration B: chreōstikōs Transliteration C: chreostikos Beta Code: xrewstikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A as a debt, Eust.56.35.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωστικῶς: ἐπίρρ. κατὰ χρέος, τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.

Greek Monolingual

χρεωστικῶς, ΝΜ
επίρρ. βλ. χρεωστικός.