τετρακότυλος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_18)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰκότῠλος''': -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· [[κύλιξ]] Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.
|lstext='''τετρᾰκότῠλος''': -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· [[κύλιξ]] Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπορεί να χωρέσει [[τέσσερεις]] κοτύλες («[[τετρακότυλος]] [[κύλιξ]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κότυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] «μικρό [[αγγείο]], [[μέτρο]] υγρών»), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[κότυλος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1098] vier Kotylen haltend; κύλιξ, Theophil. com. bei Ath. XI, 472 d; κώθων, Alexis ib. p. 483 e.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· κύλιξ Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντα-κότυλος.