τετρακότυλος

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρακότυλος Medium diacritics: τετρακότυλος Low diacritics: τετρακότυλος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: tetrakótylos Transliteration B: tetrakotylos Transliteration C: tetrakotylos Beta Code: tetrako/tulos

English (LSJ)

[ῡ] ον, holding four κοτύλαι, κύλιξ Hp. Int. 28, Theophil. 2, cf. Alex. 176, PSI 5.535.7 (iii BC), Inscr.Délos 1429 Bi 54 (ii BC), 1432 Ab ii 28 (ii BC).

German (Pape)

[Seite 1098] vier Kotylen haltend; κύλιξ, Theophil. com. bei Ath. XI, 472 d; κώθων, Alexis ib. p. 483 e.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τέσσαρας κοτύλας· κύλιξ Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντακότυλος.