Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράδειον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(6_22)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράδειον''': τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, [[ἀπόσπασμα]] στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, [[ὅπερ]] ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ [[παράδοσις]]» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.
|lstext='''τετράδειον''': τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, [[ἀπόσπασμα]] στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, [[ὅπερ]] ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ [[παράδοσις]]» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τετράς]], -[[άδος]]<br /><b>1.</b> [[τετράγωνο]] («ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τετράδιο]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδειον Medium diacritics: τετράδειον Low diacritics: τετράδειον Capitals: ΤΕΤΡΑΔΕΙΟΝ
Transliteration A: tetrádeion Transliteration B: tetradeion Transliteration C: tetradeion Beta Code: tetra/deion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A square, ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος Supp.Epigr. 7.135.18 (Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in An.Ox.2.269 distinguishes τετράδειον (sine expl.) from τετράδιον the ὑποκοριστικόν.)

Greek (Liddell-Scott)

τετράδειον: τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, ἀπόσπασμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, ὅπερ ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ παράδοσις» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τετράς, -άδος
1. τετράγωνο («ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος», επιγρ.)
2. τετράδιο.