φθύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(6_12)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθύζω''': ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπιφθύζω]].
|lstext='''φθύζω''': ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπιφθύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. [[ἐπιφθύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φτύνω]]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθύζω Medium diacritics: φθύζω Low diacritics: φθύζω Capitals: ΦΘΥΖΩ
Transliteration A: phthýzō Transliteration B: phthyzō Transliteration C: fthyzo Beta Code: fqu/zw

English (LSJ)

only in compd. ἐπιφθύζω (q.v.). φιν, σφιν,

   A v. σφεῖς.

German (Pape)

[Seite 1273] s. ἐπιφθύζω.

Greek (Liddell-Scott)

φθύζω: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιφθύζω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].