τμήγας: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_20) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]]. | |lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[τέμνω]], [[σχίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e.
A furrow, Id.
Greek (Liddell-Scott)
τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].