Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(6_16)
(46)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοβοσκός''': -όν, βόσκων χιόνα, δηλ. χιόνα περιβεβλημένος, λειμὼν Αἰσχύλ. Ἰκ. 560· πρβλ. [[χιονοθρέμμων]]· - ὁ Ἔρμανν. ἔγραψε χιονόβοσκος, ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ τρεφόμενος ὑπὸ τῶν χιόνων, πρβλ. Σχολιαστ. [ῑ ἐν ἄρσει].
|lstext='''χιονοβοσκός''': -όν, βόσκων χιόνα, δηλ. χιόνα περιβεβλημένος, λειμὼν Αἰσχύλ. Ἰκ. 560· πρβλ. [[χιονοθρέμμων]]· - ὁ Ἔρμανν. ἔγραψε χιονόβοσκος, ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ τρεφόμενος ὑπὸ τῶν χιόνων, πρβλ. Σχολιαστ. [ῑ ἐν ἄρσει].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που τρέφεται με χιόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βοσκός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππο</i>-[[βοσκός]], <i>χοιρο</i>-[[βοσκός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee nährend, vom Schnee genährt, λειμών Aesch. Suppl. 554, wo man wohl richriger χιονόβοσκος accentuirt.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβοσκός: -όν, βόσκων χιόνα, δηλ. χιόνα περιβεβλημένος, λειμὼν Αἰσχύλ. Ἰκ. 560· πρβλ. χιονοθρέμμων· - ὁ Ἔρμανν. ἔγραψε χιονόβοσκος, ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ τρεφόμενος ὑπὸ τῶν χιόνων, πρβλ. Σχολιαστ. [ῑ ἐν ἄρσει].

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που τρέφεται με χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ἱππο-βοσκός, χοιρο-βοσκός.