τοξοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F. | |lstext='''τοξοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τόξου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τοξοειδές</i><br /><b>βιολ.</b> βακτηριακό [[δηλητήριο]] το οποίο δεν [[είναι]] [[πλέον]] ενεργό, [[αλλά]] διατηρεί την [[ιδιότητα]] να συνδέεται με ή να διεγείρει τον σχηματισμό αντισωμάτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τοξοειδής]] [[δομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> μεγάλου μήκους κυρτό τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A bow-shaped, Callix.1.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τόξου
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές
βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον ενεργό, αλλά διατηρεί την ιδιότητα να συνδέεται με ή να διεγείρει τον σχηματισμό αντισωμάτων
3. φρ. «τοξοειδής δομή»
γεωλ. μεγάλου μήκους κυρτό τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ειδής].