ταχύπομπος: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(6_17)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχύπομπος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.
|lstext='''τᾰχύπομπος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στέλνει ή συνοδεύει [[γρήγορα]] («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναυσί</i>-<i>πομπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπομπος Medium diacritics: ταχύπομπος Low diacritics: ταχύπομπος Capitals: ΤΑΧΥΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: tachýpompos Transliteration B: tachypompos Transliteration C: tachypompos Beta Code: taxu/pompos

English (LSJ)

ον,

   A quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσί-πομπος)].