χοιριώ: Difference between revisions

From LSJ
(46)
(No difference)

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

-άω, Μ
μοιάζω με χοίρο («τοὺς δυσόδμους βορβόρους τοῡ χοιριῶντος τοῡδε καὶ κοπροφάγου», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. λεοντ-ιῶ)].