χοιριώ: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(No difference)
|
(46) |
(No difference)
|
-άω, Μ
μοιάζω με χοίρο («τοὺς δυσόδμους βορβόρους τοῡ χοιριῶντος τοῡδε καὶ κοπροφάγου», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. λεοντ-ιῶ)].