τελεαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />charge du [[τελέαρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />charge du [[τελέαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τελέαρχος]]<br />το [[αξίωμα]] του τελεάρχου.
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.