φυσασμός: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυσασμός''': ὁ, [[φύσημα]] ἀντίθετ. τῷ [[ἀασμός]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2. | |lstext='''φυσασμός''': ὁ, [[φύσημα]] ἀντίθετ. τῷ [[ἀασμός]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />το [[φύσημα]], το να βγάζει [[κανείς]] περιορισμένη [[ποσότητα]] αέρα [[κατά]] την [[εκπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>φυσάζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A blowing, opp. ἀασμός, Arist.Pr.964a17.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.
Greek (Liddell-Scott)
φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το φύσημα, το να βγάζει κανείς περιορισμένη ποσότητα αέρα κατά την εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. φυσάζω].