φιλοκακοῦργος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_17) |
(45) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοκᾰκοῦργος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ κακουργῇ, νὰ πράττῃ τὸ κακόν, καὶ ἐπίρρ. -γως, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 413Α, κλπ. | |lstext='''φῐλοκᾰκοῦργος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ κακουργῇ, νὰ πράττῃ τὸ κακόν, καὶ ἐπίρρ. -γως, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 413Α, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που διαπράττει [[κακό]] με [[ευχαρίστηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοκακούργως]] Α<br />με [[αγάπη]] [[προς]] το [[έγκλημα]], το [[κακούργημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κακοῦργος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:51, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1280] gern Böses thuend, K. S., die auch das adv. φιλοκακούργως brauchen.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰκοῦργος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ κακουργῇ, νὰ πράττῃ τὸ κακόν, καὶ ἐπίρρ. -γως, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 413Α, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που διαπράττει κακό με ευχαρίστηση.
επίρρ...
φιλοκακούργως Α
με αγάπη προς το έγκλημα, το κακούργημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κακοῦργος.