φυσιογνωμικός: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(c1) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, = [[φυσιογνωμονικός]], Donat. zu Ter. Hec. 1, 1,18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ή, όν, = [[φυσιογνωμονικός]], Donat. zu Ter. Hec. 1, 1,18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυσιογνωμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[φυσιογνωμική]]<br />α) η [[μελέτη]] της συστηματικής σχέσης [[μεταξύ]] τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών του προσώπου ή τη [[δομή]] του σώματος του, αλλ. [[φυσιογνωμονική]]<br />β) (με υποτιμ. σημ.) [[μαντική]] ψευδοεπιστήμη, [[αγυρτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. τ.) [[φυσιογνωμονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμικώς</i> και <i>φυσιογνωμικά</i> Ν<br />ως [[προς]] τη [[φυσιογνωμία]], από την [[άποψη]] της φυσιογνωμίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1318] ή, όν, = φυσιογνωμονικός, Donat. zu Ter. Hec. 1, 1,18.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυσιογνωμικός, -ή, -όν, ΝΑ φυσιογνωμία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία
2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμική
α) η μελέτη της συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών του προσώπου ή τη δομή του σώματος του, αλλ. φυσιογνωμονική
β) (με υποτιμ. σημ.) μαντική ψευδοεπιστήμη, αγυρτεία
αρχ.
(εσφ. τ.) φυσιογνωμονικός.
επίρρ...
φυσιογνωμικώς και φυσιογνωμικά Ν
ως προς τη φυσιογνωμία, από την άποψη της φυσιογνωμίας.