φαρμάκτρια: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_9)
 
(44)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμάκτρια''': ἡ, = [[φαρμακεύτρια]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
|lstext='''φαρμάκτρια''': ἡ, = [[φαρμακεύτρια]], Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, [[φαρμακεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρία]] (<b>πρβλ.</b> <i>διώκ</i>-<i>τρια</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκτρια: ἡ, = φαρμακεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. διώκ-τρια)].