φρόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_22) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρόνος''': τό, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ [[θαυμαστός]], τὸ [[φρόνος]] τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ὁ ἐφ’ ᾧ μέγα φρονοῦσιν οἱ Ἕλληνες, Διήγ. Ἀχιλ. στ. 1264, ἔκδ. Wr. Παρὰ δὲ Μαυροφρύδῃ, Πολεμ. Τρωαδ. στ. 20 εὕρηται, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ πληθυντικὸς ἐν τοῖς: ἀπὸ μεγάλα φρόνα = φρονήματα, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''φρόνος''': τό, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ [[θαυμαστός]], τὸ [[φρόνος]] τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ὁ ἐφ’ ᾧ μέγα φρονοῦσιν οἱ Ἕλληνες, Διήγ. Ἀχιλ. στ. 1264, ἔκδ. Wr. Παρὰ δὲ Μαυροφρύδῃ, Πολεμ. Τρωαδ. στ. 20 εὕρηται, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ πληθυντικὸς ἐν τοῖς: ἀπὸ μεγάλα φρόνα = φρονήματα, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Μ<br /><b>1.</b> [[φρόνημα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός για τον οποίο [[είναι]] [[περήφανος]] [[κάποιος]], το [[καμάρι]] («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ [[θαυμαστός]], τὸ [[φρόνος]] τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
φρόνος: τό, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ὁ ἐφ’ ᾧ μέγα φρονοῦσιν οἱ Ἕλληνες, Διήγ. Ἀχιλ. στ. 1264, ἔκδ. Wr. Παρὰ δὲ Μαυροφρύδῃ, Πολεμ. Τρωαδ. στ. 20 εὕρηται, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ πληθυντικὸς ἐν τοῖς: ἀπὸ μεγάλα φρόνα = φρονήματα, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
1. φρόνημα
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο είναι περήφανος κάποιος, το καμάρι («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].