φλέϊνος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλέϊνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ τοῦ φυτοῦ [[φλέω]] (ἴδε ἐν λ. [[φλέως]]), Φρύνιχ. 293, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ. | |lstext='''φλέϊνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ τοῦ φυτοῦ [[φλέω]] (ἴδε ἐν λ. [[φλέως]]), Φρύνιχ. 293, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ΐνη, -ον, Α<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[φλέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέως]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made from the plant φλέως, Phryn.262.
German (Pape)
[Seite 1291] von der Pflanze φλέως gemacht, s. Lob. zu Phryn. 293.
Greek (Liddell-Scott)
φλέϊνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω (ἴδε ἐν λ. φλέως), Φρύνιχ. 293, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.
Greek Monolingual
-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].