χηνοβοσία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χηνοβοσία''': ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «[[χηνοβοσία]] Ἀττικοί· [[χηνοβοσκία]] Ἕλληνες» Μοῖρις 403, [[ἔνθα]] ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | |lstext='''χηνοβοσία''': ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «[[χηνοβοσία]] Ἀττικοί· [[χηνοβοσκία]] Ἕλληνες» Μοῖρις 403, [[ἔνθα]] ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[χηνοβοσκία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i>, <i>χηνός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βοτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>γερανο</i>-<i>βοσία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A keeping or feeding of geese, Att. acc. to Moer. p.403 P.: pl., Poll.9.16 (misquoting Plato, v. χηνοβωτία).
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.
Greek (Liddell-Scott)
χηνοβοσία: ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «χηνοβοσία Ἀττικοί· χηνοβοσκία Ἕλληνες» Μοῖρις 403, ἔνθα ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η χηνοβοσκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοσία (< -βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο-βοσία].