σχεδιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_19) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πράττων, ὁμιλῶν ἢ γράφων ἐκ τοῦ προχείρου, Κλήμ. Ἀλ. 192. | |lstext='''σχεδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πράττων, ὁμιλῶν ἢ γράφων ἐκ τοῦ προχείρου, Κλήμ. Ἀλ. 192. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σχεδιάστρια Ν [[σχεδιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σχεδιάζει και, [[κυρίως]], αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[εκτέλεση]] αρχιτεκτονικών, μηχανολογικών, τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων («σχεδιάστρια μόδας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λέει, γράφει ή κάνει [[κάτι]] με [[πρόχειρο]] τρόπο, [[χωρίς]] προηγούμενη [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάθει ιστορίες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ πράττων, ὁμιλῶν ἢ γράφων ἐκ τοῦ προχείρου, Κλήμ. Ἀλ. 192.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σχεδιάστρια Ν σχεδιάζω
νεοελλ.
αυτός που σχεδιάζει και, κυρίως, αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση αρχιτεκτονικών, μηχανολογικών, τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων («σχεδιάστρια μόδας»)
αρχ.
1. αυτός που λέει, γράφει ή κάνει κάτι με πρόχειρο τρόπο, χωρίς προηγούμενη μελέτη
2. αυτός που πλάθει ιστορίες.