τοξοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες). | |lstext='''τοξοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />οπλισμένος με [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-<i>χίτων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A equipped with bow and arrows, Epich. 123 (dub. l.).
Greek (Liddell-Scott)
τοξοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες).
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
οπλισμένος με τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων].