τραγογένης: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
(No difference)
|
Revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που έχει γέ
νεια τράγου, τραγοπώγων
2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα
3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο-γένης].