ὑποφθορά: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_5) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφθορά''': ᾶς, ἡ, βαθμιαία [[φθορά]], [[σῆψις]], Ὀρειβάσ. σελ. 19, ἔκδ. Mai. 2) φθορὰ διὰ χρημάτων, περὶ ὑποφθορᾶς ἀντιδίκων Σύνοψ. Βασιλικ. Mortreuil Histoire du droit Byz. τ. 2, σ. 438, 33. | |lstext='''ὑποφθορά''': ᾶς, ἡ, βαθμιαία [[φθορά]], [[σῆψις]], Ὀρειβάσ. σελ. 19, ἔκδ. Mai. 2) φθορὰ διὰ χρημάτων, περὶ ὑποφθορᾶς ἀντιδίκων Σύνοψ. Βασιλικ. Mortreuil Histoire du droit Byz. τ. 2, σ. 438, 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[ὑποφθείρω]]<br /><b>1.</b> βαθμιαία [[φθορά]]<br /><b>2.</b> [[διαφθορά]], [[δωροδοκία]] με χρήματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A corruption, decay, Heliod. ap. Orib.44.23.27: pl., seductions, Vett.Val.118.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθορά: ᾶς, ἡ, βαθμιαία φθορά, σῆψις, Ὀρειβάσ. σελ. 19, ἔκδ. Mai. 2) φθορὰ διὰ χρημάτων, περὶ ὑποφθορᾶς ἀντιδίκων Σύνοψ. Βασιλικ. Mortreuil Histoire du droit Byz. τ. 2, σ. 438, 33.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ὑποφθείρω
1. βαθμιαία φθορά
2. διαφθορά, δωροδοκία με χρήματα.