ὑποφθείρω

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθείρω Medium diacritics: ὑποφθείρω Low diacritics: υποφθείρω Capitals: ΥΠΟΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: hypophtheírō Transliteration B: hypophtheirō Transliteration C: ypoftheiro Beta Code: u(pofqei/rw

English (LSJ)

destroy or corrupt gradually, in Pass., Gal.19.316; πολλῆς ὑποφθειρομένης νεότητος Arg.Lib.Decl.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθείρω: φθείρω, καταστρέφω κατὰ μικρόν, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 4, 22, Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. 74C, κλπ. ― Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι κατὰ μικρόν, ὡς ἀναγινώσκεται ὑπό τινων ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 939, ἀντὶ ὑποφέρομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ΜΑ φθείρω
φθείρω σιγά σιγά
αρχ.
1. διαφθείρω λίγο
2. παθ. ὑποφθείρομαι
(για το στομάχι) είμαι ανακατωμένος.

German (Pape)

allmälig verderben, vernichten, verführen; pass. allmälig vergehen; Sp.