Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(42) |
(No difference)
|
ὁ, Μ
αυτός που έχει υγρή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης, χρυσο-χαίτης].