υγροχαίτης

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει υγρή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανοχαίτης, χρυσοχαίτης].