ταχεωστί: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταχεωστί''': [[ταχέως]], Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 83, πρβλ. μεγαλωστί, [[ἱρωστί]].
|lstext='''ταχεωστί''': [[ταχέως]], Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 83, πρβλ. μεγαλωστί, [[ἱρωστί]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) [[ταχέως]], [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[ταχέως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i>, [[κατά]] το [[μεγαλωστί]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχεωστί Medium diacritics: ταχεωστί Low diacritics: ταχεωστί Capitals: ΤΑΧΕΩΣΤΙ
Transliteration A: tacheōstí Transliteration B: tacheōsti Transliteration C: tacheosti Beta Code: taxewsti/

English (LSJ)

= foreg., Pherecr.239; cf. μεγαλωστί.

Greek (Liddell-Scott)

ταχεωστί: ταχέως, Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 83, πρβλ. μεγαλωστί, ἱρωστί.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. -τί, κατά το μεγαλωστί].