ταχεωστί

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχεωστί Medium diacritics: ταχεωστί Low diacritics: ταχεωστί Capitals: ΤΑΧΕΩΣΤΙ
Transliteration A: tacheōstí Transliteration B: tacheōsti Transliteration C: tacheosti Beta Code: taxewsti/

English (LSJ)

= ταχέως (quickly, fast), Pherecr. 239 ; cf. μεγαλωστί.

Greek (Liddell-Scott)

ταχεωστί: ταχέως, Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 83, πρβλ. μεγαλωστί, ἱρωστί.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. -τί, κατά το μεγαλωστί].