τανύμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_3)
(40)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύμετρος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακρὸν [[μέτρον]], ἐκτεταμένος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 49.
|lstext='''τᾰνύμετρος''': [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακρὸν [[μέτρον]], ἐκτεταμένος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 49.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[εκτεταμένος]], [[ευρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1067] von langem Maaße, lang gemessen, Paul. Sil. ambo 49.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύμετρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακρὸν μέτρον, ἐκτεταμένος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 49.

Greek Monolingual

-ον, Μ
εκτεταμένος, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μετρος (< μέτρον)].