φοιβηλάλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(12) |
(45) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=foibhla/los | |Beta Code=foibhla/los | ||
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">uttering the oracles of Phoebus</b>, <b class="b3">τρίπους, μάντις</b>, Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.</span> | |Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">uttering the oracles of Phoebus</b>, <b class="b3">τρίπους, μάντις</b>, Ps. Callisth.1.45; <b class="b3">Φοιβηλάλος, ἡ,</b> = [[Πυθία]] 1, ibid.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Φοιβηλάλος</i><br />η [[Πυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A uttering the oracles of Phoebus, τρίπους, μάντις, Ps. Callisth.1.45; Φοιβηλάλος, ἡ, = Πυθία 1, ibid.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος
η Πυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].