υποδίψιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δίψα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπι-δίψιος)].