τριτώ: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_9) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῑτώ''': ἡ, = [[κεφαλή]], ἴδε ἐν λ. [[Τριτογένεια]]. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], Ἀνθ. Π. 6, 194. | |lstext='''τρῑτώ''': ἡ, = [[κεφαλή]], ἴδε ἐν λ. [[Τριτογένεια]]. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], Ἀνθ. Π. 6, 194. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[τρίτος]]<br />(για τη νέα [[σελήνη]]) [[είμαι]] τριών ημερών.———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Τριτώ</i><br />η [[Τριτογένεια]], η Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το κύριο όν. <i>Τριτώ</i> ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[είναι]] υποκορ. [[σχηματισμός]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού της λ. [[Τριτογένεια]] και [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (<b>πρβλ.</b> <i>Λητ</i>-<i>ώ</i>). Το προσηγορικό [[τριτώ]], εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «[[κεφαλή]]», αν και πρόκειται [[μάλλον]] για αμφίβολη λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = κεφαλή, v. Τριτογένεια. II Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, AP6.194.
Greek (Liddell-Scott)
τρῑτώ: ἡ, = κεφαλή, ἴδε ἐν λ. Τριτογένεια. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, Ἀνθ. Π. 6, 194.
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α τρίτος
(για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών.———————— (II)
ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. ως κύρ. όν. Τριτώ
η Τριτογένεια, η Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία της Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση του α' συνθετικού της λ. Τριτογένεια και επίθημα -ώ, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (πρβλ. Λητ-ώ). Το προσηγορικό τριτώ, εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «κεφαλή», αν και πρόκειται μάλλον για αμφίβολη λ.].