φαιδροείμων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_19)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
}}
{{grml
|mltxt=-όειμον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[λαμπρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-<i>είμων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδροείμων Medium diacritics: φαιδροείμων Low diacritics: φαιδροείμων Capitals: ΦΑΙΔΡΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: phaidroeímōn Transliteration B: phaidroeimōn Transliteration C: faidroeimon Beta Code: faidroei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα)

   A in bright attire, Agath.5.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ονος, in reinem Kleide, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδροείμων: ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.

Greek Monolingual

-όειμον, Α
(ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανο-είμων].