τεχνιτεία: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_8)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνῑτεία''': ἡ [[ἔντεχνος]] ἐκτέλεσις, [[ἔντεχνος]] [[ἐργασία]], Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
|lstext='''τεχνῑτεία''': ἡ [[ἔντεχνος]] ἐκτέλεσις, [[ἔντεχνος]] [[ἐργασία]], Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τεχνιτεύω]]<br />έντεχνη [[εργασία]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνῑτεία Medium diacritics: τεχνιτεία Low diacritics: τεχνιτεία Capitals: ΤΕΧΝΙΤΕΙΑ
Transliteration A: techniteía Transliteration B: techniteia Transliteration C: techniteia Beta Code: texnitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A artifice, Epicur.Ep.2p.40U., Hippoloch. ap. Ath.4.130a, S.E.M.5.86.

German (Pape)

[Seite 1103] ἡ, das künstliche Arbeiten, die Künstelei; Ath. VI, 130 a; D. L. 10, 93.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνῑτεία: ἡ ἔντεχνος ἐκτέλεσις, ἔντεχνος ἐργασία, Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τεχνιτεύω
έντεχνη εργασία.