φαρμακτός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_11) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος [[μετὰ]] δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]]. | |lstext='''φαρμακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος [[μετὰ]] δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. [[ἀφάρμακτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φαρμάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A poisoned, βέλη Str.11.2.19; γένος Man.4.540. 2 poisonous, δόλος Id.4.52.
German (Pape)
[Seite 1257] adj. verb. von φαρμάσσω, vergiftet, δόλος, Hinterlist, durch Vergiftung, Maneth. 4, 52.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμιγμένος μετὰ δηλητηρίου, Μανέθων 4. 52· πρβλ. ἀφάρμακτος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φαρμάσσω
1. αυτός που περιέχει δηλητήριο, δηλητηριώδης
2. αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος.