σφηνίσκος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(6_14) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφηνίσκος''': ὁ ὑποκορ. τοῦ [[σφήν]], Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ [[σχῆμα]], Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς [[τρεῖς]] διαστάσεις ἀνίσους, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[σφηκίσκος]], Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ. | |lstext='''σφηνίσκος''': ὁ ὑποκορ. τοῦ [[σφήν]], Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ [[σχῆμα]], Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς [[τρεῖς]] διαστάσεις ἀνίσους, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[σφηκίσκος]], Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />υποκορ. του [[σφήν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] με σφηνοειδές [[σχήμα]] («και ξύσαντες τὸ [[ὀστέον]], σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>2.</b> σφηνοειδές [[κόσμημα]] του υποδήματος<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> α) ακανόνιστη κόλουρη [[πυραμίδα]]<br />β) στερεό που έχει [[τρεις]] άνισες διαστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγλλ. <i>spheniscus</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of σφήν, Hp.Mochl.38, prob. in Sch.Hes. Op.425. II wedge-shaped plug, pledget for the nose, Paul.Aeg. 2.58. III Math., an irregular truncated pyramid, with v.l. σφηκίσκος, Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. βωμίσκος. 2 a number with 3 unequal factors, Anon. in Tht.43.14, Nicom.Ar.2.6. IV wedge-shaped ornament on shoe, Herod.7.22 (prob. rest.).
Greek (Liddell-Scott)
σφηνίσκος: ὁ ὑποκορ. τοῦ σφήν, Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ σχῆμα, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς τρεῖς διαστάσεις ἀνίσους, μετὰ διαφ. γραφ. σφηκίσκος, Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα
μσν.-αρχ.
υποκορ. του σφήν
αρχ.
1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)
2. σφηνοειδές κόσμημα του υποδήματος
3. μαθημ. α) ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδα
β) στερεό που έχει τρεις άνισες διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγλλ. spheniscus)].