τολμητικός: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_10)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολμητικός''': -ή, -όν, = [[τολμηρός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.
|lstext='''τολμητικός''': -ή, -όν, = [[τολμηρός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α [[τολμητής]]<br />[[τολμηρός]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητικός Medium diacritics: τολμητικός Low diacritics: τολμητικός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tolmētikós Transliteration B: tolmētikos Transliteration C: tolmitikos Beta Code: tolmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α τολμητής
τολμηρός.