τυμβοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les tombeaux.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ἔχω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les tombeaux.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που [[είναι]] κλεισμένος [[μέσα]] σε τάφο, ενταφιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοῦχος Medium diacritics: τυμβοῦχος Low diacritics: τυμβούχος Capitals: ΤΥΜΒΟΥΧΟΣ
Transliteration A: tymboûchos Transliteration B: tymbouchos Transliteration C: tymvoychos Beta Code: tumbou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].