χειράς: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_4) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειράς''': -άδος, ἡ, (χεὶρ) [[ῥαγάς]], «σκάσιμον» [[κυρίως]] τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ποδῶν, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, ῥαγάδες χειρῶν, ποδῶν, Διογ. Λ. 1. 81· «χειράδας· τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας, [[ἔνιοι]] δὲ φῷδας» Ἡσύχ.· - τὸν τύπον χιρὰς προτιμᾷ ὁ Εὐστ. 194. 40. | |lstext='''χειράς''': -άδος, ἡ, (χεὶρ) [[ῥαγάς]], «σκάσιμον» [[κυρίως]] τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ποδῶν, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, ῥαγάδες χειρῶν, ποδῶν, Διογ. Λ. 1. 81· «χειράδας· τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας, [[ἔνιοι]] δὲ φῷδας» Ἡσύχ.· - τὸν τύπον χιρὰς προτιμᾷ ὁ Εὐστ. 194. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χιράς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (χείρ)
A chap, crack, prop. in the hands, but also in the feet, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, chapped hands or feet, D.L.1.81; also χιράς Suid., Eust.194.40. II heap of stones, etc., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1344] άδος, ἡ, Riß, Schrunde, eigtl. der Hände, das Aufgesprungensein, aber auch der Füße, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, aufgeborstene Hände u. Füße, D. L. 1, 81. Auch χιράς geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
χειράς: -άδος, ἡ, (χεὶρ) ῥαγάς, «σκάσιμον» κυρίως τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ποδῶν, χειράδες χειρῶν, ποδῶν, ῥαγάδες χειρῶν, ποδῶν, Διογ. Λ. 1. 81· «χειράδας· τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας, ἔνιοι δὲ φῷδας» Ἡσύχ.· - τὸν τύπον χιρὰς προτιμᾷ ὁ Εὐστ. 194. 40.