Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοειδής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(46)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς χιόνα, [[χιονώδης]], Νικ. Ἀλεξ. 150.
|lstext='''χιονοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς χιόνα, [[χιονώδης]], Νικ. Ἀλεξ. 150.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1356] ές, schneeartig, schneeähnlich, – voll Schnee, Sp., wie Nic. Al. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χιόνα, χιονώδης, Νικ. Ἀλεξ. 150.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με χιόνι, χιονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -ειδής].