Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοειδής

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

German (Pape)

[Seite 1356] ές, schneeartig, schneeähnlich, – voll Schnee, Sp., wie Nic. Al. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χιόνα, χιονώδης, Νικ. Ἀλεξ. 150.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με χιόνι, χιονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -ειδής].