φιλίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, [[φιλομαθής]], [[περίεργος]], Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.
|lstext='''φῐλίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, [[φιλομαθής]], [[περίεργος]], Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ο, η, ΝΜ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[φιλομαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αγαπά την [[ιστορία]] και τις ιστορικές μελέτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστωρ]] / [[ἴστωρ]] «[[γνώστης]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλίστωρ Medium diacritics: φιλίστωρ Low diacritics: φιλίστωρ Capitals: ΦΙΛΙΣΤΩΡ
Transliteration A: philístōr Transliteration B: philistōr Transliteration C: filistor Beta Code: fili/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A fond of learning, Vett.Val.17.24; φ. λόγοι, title of work by Hierocl., Tz.H.7.716; without λόγοι, St.Byz. s. vv. Βραχμᾶνες et Ταρκυνία.

German (Pape)

[Seite 1278] ορος, lernliebend, wißbegierig, neugierig, St. B.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, φιλομαθής, περίεργος, Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.

Greek Monolingual

-ορος, ο, η, ΝΜ
(λόγιος τ.) φιλομαθής
νεοελλ.
αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].