τρυφηλός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_10)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠφηλός''': -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[τρυφερός]], Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.
|lstext='''τρῠφηλός''': -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[τρυφερός]], Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυφηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αγαπά την [[τρυφή]], τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την [[καλοπέραση]], τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ανέσεις και απολαύσεις («[[τρυφηλός]] [[βίος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακός]], [[τρυφερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρυφηλώς]] / <i>τρυφηλῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τρυφηλά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρυφηλό τρόπο («ζει [[τρυφηλώς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[απαλότητα]], με [[τρυφερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφηλός Medium diacritics: τρυφηλός Low diacritics: τρυφηλός Capitals: ΤΡΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: tryphēlós Transliteration B: tryphēlos Transliteration C: tryfilos Beta Code: trufhlo/s

English (LSJ)

ή, όν, rare form of

   A τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. -λῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].