ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />aux cornes de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />aux cornes de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
}}
{{grml
|mltxt=-έρωτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει κέρατα ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥινό</i>-<i>κερως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1073] ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, θεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ταύρου, Εὐρ. Βάκχ. 100, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 2.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes de taureau.
Étymologie: ταῦρος, κέρας.

Greek Monolingual

-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κέρατα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό-κερως].