σωφρόνισις: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_9)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωφρόνῐσις''': ἡ, [[τιμωρία]], [[κόλασις]], διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. παρ’ Ἀππ. ἐν Καρχήδ. 78.
|lstext='''σωφρόνῐσις''': ἡ, [[τιμωρία]], [[κόλασις]], διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. παρ’ Ἀππ. ἐν Καρχήδ. 78.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[σωφρονίζω]]<br />το [[σωφρόνισμα]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ, Witzigung, Besserung, dah. Züchtigung, Bestrafung, Sp., wie App.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνῐσις: ἡ, τιμωρία, κόλασις, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. παρ’ Ἀππ. ἐν Καρχήδ. 78.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α σωφρονίζω
το σωφρόνισμα.